-
1 νεῖκος
νεῖκος, τό (mit νίκη zusammenhangend?), Zank, Streit; mit Worten, Wortwechsel, auch Schimpfen beim Streit, Vorwurf, Αἶαν νείκει ἄριστε, Il. 23, 483, νείκει ὀνειδίζων, 7, 95. 20, 251 u. öfter, Od. 8, 75; auch Streit vor Gericht, Il. 18, 497, κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων, Od. 12, 440; – Kampf, Gefecht; ἥ σφιν καὶ τότε νεῖκος ὁμοίϊον ἔμβαλε μέσσῳ, Il. 4, 444, Ἠλείοισι καὶ ἡμῖν νεῖκος ἐτύχϑη, 11, 671, νεῖκος ὀρεῖται φυλόπιδος, 20, 140; Hom. verbindet ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται, Il. 21, 513, πόλεμος καὶ νεῖκος ὄρωρεν, 12, 348 u. öfter, ὁππότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271, ἔριδος μέγα νεῖκος, 17, 384, ἔκριναν μέγα νεῖκος ὁμοιΐου πολέμοιο, Od. 18, 264, wie Pind. ἔσχον νεῖκος πολέμοιο, I. 6, 36; νεῖκος κρεσσόνων ἀποϑέσϑαι, Ol. 11, 41; βαρύσφι νεῖκος ἔμπαξε, N. 6, 52, öfter; auch bei Aesch. oft, λυτὴρ νεικέων, Spt. 923, vgl. Suppl. 913, μηδὲ πόλει νεῖκος γένηται, 353; ἀρϑεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων, Soph. Ant. 111, öfter; λύω νεῖκος πατρί, Eur. Hipp. 1442; ἔχειν νεῖκος πρὸς ἄνδρα, Heracl. 982, öfter. Bei Her., der auch den plur. braucht, nicht selten von dem Streit zweier Völker, νεῖκος. πρὸς τοὺς Καρχηδονίους, 7, 158. 8, 87, wie Xen. Cyn. 1, 17, εἰ πρὸς τοὺς βαρβάρους τῇ Ἐλλάδι νεῖκος ἢ πόλεμος; – διὰ νεῖκός τι, Plat. Soph. 243 a; einzeln bei Sp.
-
2 νεῖκος
A quarrel, strife, feud,ν... ὄρωρεν Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι Il. 24.107
;ν. πρός τινα Hdt.8.87
;ν. κρεσσόνων ἀποθέσθαι Pi.O.10(11).39
, cf. N.6.51;τὸ ν. εὖ θέσθαι S.OT 633
; τὸ ν. ἐγκαλῶν imputing the blame of the quarrel, ib. 702;ν. θέσθαι Call.Iamb.1.202
.2 strife of words, railing, abuse,νεῖκος ἄριστε Il.23.483
;νείκει ὀνειδίζων 7.95
;ἐς νείκεα ἀπικέσθαι Hdt.9.55
.3 strife at law, dispute before a judge,κρίνων ν. πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν Od.12.440
, cf. Il.18.497; challenge to authority, Hdt.3.62.4 also in Hom. not seldom for battle, fight,ν. ὁμοίιον Il.4.444
, al.;ν. πολέμοιο 13.271
;ν. ὁμοιίου πολέμοιο Od.18.264
;ἔριδος μέγα ν. Il.17.384
;ν. φυλόπιδος 20.140
;πόλεμος καὶ ν. 12.361
;ἔριδες καὶ νείκεα 2.376
;πόνος καὶ ν. 12.348
;νείκεα καὶ δῆριν Hes.Op.33
;πόλεμος καὶ ν. Ar.V. 867
(anap.), cf. X. Cyn.1.17;νείκεα νεικεῖν Il.20.251
; of hostilities between whole nations,νεῖκος πρὸς Καρχηδονίους Hdt.7.158
, cf. 225.5 in the philosophy of Emp., the separative principle in the κόσμος, opp. Φιλότης, 17.8, al., cf. Pl.Sph. 243a, Arist.Metaph. 985a24, etc. (Mostly poet., found in Hdt. and OGI335.119 (Pergam., ii B.C.).)II v. νῖκος.
См. также в других словарях:
νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… … Dictionary of Greek